-
1 ἐν-δέχομαι
ἐν-δέχομαι, ion. ἐνδέκομαι, an-, aufnehmen; auf sich nehmen, ταλαιπωρίας Her. 6, 11; αἰτίαν, durch das folgde καί φησιν αὐτὸς αἴτιος γεγενῆσϑαι erkl., Dem. 19, 37; bes. annehmen, zulassen, genehmigen, λόγους τινός Her. 7, 236; ἀπόστασιν, sich zum Abfall verstehen, 3, 128; Ar. Equ. 632; τὰ ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα Thuc. 3, 31; λογισμόν 4, 10; absolut, εἰ μὲν ἐνδέχεσϑε καὶ βούλεσϑέ μοι χρῆσϑαι προϑύμῳ Eur. Heracl. 549; ἐὰν ἡ φύσις ἐνδέχηται καὶ μὴ δυςχεραίνῃ Plat. Legg. VIII, 834 d; μεταβολήν Phaed. 78 d. Anhören, Eur. Andr. 1238. – Häufig imperf., es ist zulässig, geht an, ist möglich, vgl. Plut. de fat. 6; καϑ' ὅσον u. εἰς ὅσον ἐνδέχεται, Plat. Phaedr. 271 c Rep. VI, 501 c; τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα ποιεῖν, die Schlechten können thun, Isocr. 1, 48; αὐτῷ ἐλϑεῖν Dem. 32, 25, vgl. 27, 12. 29, 50; οὐκ ἐνδέχεται ζῆν ἄνευ κακοῦ τινος τοῠτον Diphil. Ath. VI, 227 (v. 12). Oft bei Arist.; δοκεῖ ἐνδέχεσϑαι Eth. Nic. 1, 5, 6; τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν, was auch anders sein kann, 6, 6; εἰς τὸ ἐνδεχόμενον, nach Möglichkeit, Hyperid. bei Stob. flor. 124, 36; Plut. educ. lib. 4; ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen. Hem. 3, 9, 4; D. Sic. 1, 54; κατὰ τὸ ἐνδ. D. L.; ἐφ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον D. Sic. 1, 93; – αἱ ἐνδεχόμεναι τιμωρίαι, die statthaften Strafen, Lycurg. 119; Sp.
-
2 ενδεχομαι
ион. ἐνδέκομαι1) принимать, принимать на себя(ταλαιπωρίας Her.)
ἐ. ἀπόστασιν ἀπό τινος Her. — выражать готовность отложиться от кого-л.2) благосклонно выслушивать, соглашаться, одобрять(λόγους τινός Her., Arph.; τέν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Thuc.)
3) выслушиватьὧν δ΄ εἵνεκ΄ ἦλθον, σημανῶ, σὺ δ΄ ἐνδέχου Eur. — я расскажу тебе, зачем пришла, а ты выслушай
4) (воспринимать, допускать: μήποτε μεταβολέν καὴ ἡντινοῦν ἐ. Plat. не претерпевать никогда ни малейших изменений; καθ΄ ὅσον φύσις ἐνδέχεται Plat. насколько позволяют природные условия: οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν Dem. предоставленное (мне) время не позволит мне рассказать об этом (обстоятельно); 5) преимущ. impers. быть допустимым, возможнымἃ πολλὰ ἐνδέχεται Thuc. — все то многое, что может случиться;
τὸ ἐνδεχόμενον и τὸ ἐνδέχεσθαι Arst. — возможность;ζωέ ἥ ἐνδεχομένη ἀρίστη Arst. — возможно более счастливая жизнь;τὰ ἐνδεχόμενα εἶναι καὴ μέ εἶναι Arst. — то, что может быть и чего может не быть, т.е. случайное;τοῖς μὲν ἰδιώταις ἔξεστι, τοῖς δε τυράννοις οὐκ ἐνδέχεται Xen. — частным лицам (это) можно, а тираннам нельзя;καθ΄ или εἰς ὅσον ἐνδέχεται Plat., μέχρις οὗ ἐνδέχεται или μέχρι τοῦ ἐνδεχομένου Arst., ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen., Arst., Diod., ὡς ἐνδέχεται (μάλιστα) Arst., Polyb., ἐφ΄ ὅσον ἐνδέχεται или ἐνδεχόμενον Arst., Diod., εἰς τοὐνδεχόμενον Plut., κατὰ τὸν ἐνδεχόμενον τρόπον Arst. и κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον Diog.L. — насколько (только) возможно, по возможности -
3 ἐνδέχομαι
II accept, admit, approve,τὸν λόγον Id.1.60
;τοὺς λόγους Id.5.92
.a/, 96, al., Ar.Eq. 632;τὰ λεγόμενα Th.3.82
;τὴν συμβουλίην Hdt.7.51
;διαβολάς Id.3.80
; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib. 128; so ἐ. [ τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον] Th.8.50.2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg.,ἀρχὴν.. οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106
;τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25
, cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that..,οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115
.3 abs., give ear, attend,σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr. 1238
, cf. Pl.Cra. 428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49.III of things, admit, allow of, ; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd. 78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti. 69a, cf. Sph. 254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν.. οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg. 834d; .2 abs., to be possible,ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18
; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr. 25a38, al.;ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph. 203b30
;ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol. 1275b6
: esp. in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54;αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119
;τὴν ἐ. ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b
; εἰς τὸ ἐ. so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist.,τὸ ἐ. ἀληθές Metaph. 1009b34
;τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol. 1325a10
; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib. 1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ ἐ. καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA 731b25, cf. Metaph. 1050b11;τὰ ἐ. ἄλλως ἔχειν EN 1134b31
, al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib. 1140a32, al.3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that.., c. acc. et inf., Th.1.124, 140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239;καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr. 271c
; εἰς ὅσον ἐ. Id.R. 501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh. 1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib. 1355b13;ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1
: acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA 765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου where possible, Id.PA 683a20.b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδέχομαι
См. также в других словарях:
κλαστικά πετρώματα — Ομάδα πετρωμάτων η οποία περιλαμβάνει τα ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονται από συσσώρευση θραυσμάτων άλλων πετρωμάτων, τα οποία προϋπήρχαν και έχουν μεταφερθεί από άλλη περιοχή, μακριά από τον τόπο όπου έγινε η απόθεσή τους και η… … Dictionary of Greek
υστερία — (Ιατρ.). Παθολογικό σύνδρομο που στην ψυχιατρική σημαίνει ένα ψυχοσυγκινησιακό σύμπλεγμα, χαρακτηριζόμενο από υπερβολικές σωματικές και ψυχικές αντιδράσεις που τείνουν να επαναλαμβάνονται και να σταθεροποιηθούν. Τα συμπτώματα της υ. μπορεί να… … Dictionary of Greek
κυστεοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης με τη βοήθεια ενδοσκοπίου που επιτρέπει τη διερεύνηση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης, δηλαδή την εξέταση των τοιχωμάτων της, της διαμόρφωσής της, των ενδεχόμενων αλλοιώσεων και παραμορφώσεών της, που μπορεί να οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
προβληματισμός — ο, Ν [προβληματίζω, ομαι] 1. το αποτέλεσμα τού προβληματίζω και προβληματίζομαι, η πρόκληση σκέψεων, ερωτημάτων ή ανησυχιών σε κάποιον 2. η κατάσταση τού προβληματιζόμενου, η ύπαρξη ερωτημάτων, ανησυχιών σχετικά με ένα ή πολλά θέματα, η αναζήτηση … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek